Η ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου στο γόνατο είναι ένας από τους πιο συχνούς τραυματισμούς σε αθλητές αλλά μπορεί επίσης να συμβεί σε ερασιτέχνες αθλητές μετά από πτώση ή σύγκρουση.
Λειτουργική ανατομία και μηχανισμοί κάκωσης πρόσθιου χιαστού συνδέσμου
Ο πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος (ΠΧΣ), μαζί με τον οπίσθιο χιαστό, τους πλάγιους συνδέσμους και τους μύες του μηρού (τετρακέφαλο και οπίσθιους μηριαίους) είναι τα κύρια σταθεροποιητικά στοιχεία του γόνατος.
Ο πρόσθιος χιαστός συμμετέχει στον έλεγχο των κινήσεων της άρθρωσης εμποδίζοντας την πρόσθια μετατόπιση της κνήμης σε σχέση με το μηρό και ταυτόχρονα προστατεύει το γόνατο από υπερέκταση
Οι μηχανισμοί πρόκλησης ρήξης ΠΧ είναι
- Κατά την απότομη αλλαγή κατεύθυνσης του αθλητή ενώ το πόδι του παραμένει ακίνητο στο έδαφος
- Όταν ο αθλητής σταματήσει ή επιβραδύνει απότομα με ταυτόχρονη περιστροφική κίνηση του άκρου
- Κατά την ανώμαλη προσγείωση μετά από ένα άλμα
Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες αθλήτριες έχουν υψηλότερο ποσοστό ρήξης πρόσθιου χιαστού συνδέσμου συγκριτικά με τους άντρες αθλητές. Ως πιθανά αίτια έχουν προταθεί ανατομικές διαφορές που αφορούν τη λεκάνη και τη διαφορετική ευθυγράμμιση των κάτω άκρων (βλαισότητα γονάτων), η διαφορά στη φυσική κατάσταση, στη μυϊκή ισχύ (κυρίως αδυναμία γλουτιαίων μυών), όπως επίσης η αυξημένη χαλαρότητα των συνδέσμων.
Λειτουργικά στην καθημερινότητα η ρήξη του πρόσθιου χιαστού οδηγεί σε προσθοπίσθια αστάθεια δηλαδή πρόσθια μετατόπιση της κνήμης κατά το περπάτημα και ως επακόλουθο την προοδευτική φθορά του αρθρικού χόνδρου και πιθανή κάκωση των μηνίσκων.
Κλινική Εικόνα
Κατά την ώρα του τραυματισμού του γόνατος και μερικής ή ολικής ρήξης του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, ο ασθενής μπορεί να αισθανθεί το χιαστό να σπάει κι αμέσως να νιώσει το γόνατό του να μην τον κρατάει. Συνήθως, αυτό συνοδεύεται με πόνο και φούσκωμα μέσα στην άρθρωση – αίμαρθρο (συλλογή αίματος στην άρθρωση) το οποίο σταδιακά μεγαλώνει και γίνεται έκδηλο το πρώτο 24ωρο. Λόγω πόνου και συλλογής υγρού υπάρχει περιορισμός του εύρους κίνησης με αδυναμία πλήρους κάμψης και έκτασης) .
Προοδευτικά μετά από κάποιες εβδομάδες, συνήθως το αίμαρθο απορροφάται, ο πόνος μειώνεται και ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στις καθημερινές του δραστηριότητες, με λιγότερες ενοχλήσεις. Αυτό όμως δεν ισχύει σε αθλητές με έντονες δραστηριότητες (στίβου ή ποδοσφαιριστές κλπ.) Λόγω του ότι νοιώθουν την αστάθεια (ότι το γόνατο φεύγει από τη θέση του) και αισθάνονται ότι το γόνατο θα τους ‘προδώσει’.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση βασίζεται στο λεπτομερές ιστορικό του τραυματισμού, το μηχανισμό κάκωσης, τα συμπτώματα και κυρίως την κλινική εξέταση. Ο ορθοπαιδικός θα ελέγξει τη σταθερότητα του γόνατος με ειδικά τεστ.
Η ακτινογραφία γόνατος, αν και δεν αναδεικνύει τις κακώσεις των μαλακών μορίων, μπορεί να απεικονίσει ή να αποκλείσει τυχόν καταγμα.
Η επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται με Μαγνητική Τομογραφία γόνατος η οποία θα αναδείξει και τυχόν συνυπάρχουσες κακώσεις. Στις μισές περίπου περιπτώσεις, όπου υπάρχει ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου συνυπάρχουν κακώσεις και άλλων στοιχείων του γόνατος όπως μηνίσκων, του αρθρικού χόνδρου ή άλλων συνδέσμων όπως ρήξη πλαγίων συνδέσμων.
Θεραπεία
Η αρχική αντιμετώπιση στην οξεία φάση αμέσως μετα το τραυματισμό περιλαμβάνει
- Ανάπαυση, μη φόρτιση ή μερική φόρτιση με βακτηρίες
- Άμεση Παγοθεραπεία, αναλγησία και αντιφλεγμονώδης αγωγή
- Περίδεση, καλτσάκι γόνατος ή λειτουργικός νάρθηκας
- Ανύψωση του σκέλους τις πρώτες δυο μέρες
- Αν το γόνατο πρηστεί λόγω αίμαρθρου, τότε μπορεί να αφαιρεθεί μέρος του υγρού, εισάγοντας μια σύριγγα στην άρθρωση (παρακέντηση).
Στη συνέχεια, το είδος της θεραπείας, δηλαδή συντηρητική ή χειρουργική, εξαρτάται από διάφορες παραμέτρους και τις ανάγκες του κάθε ασθενούς:
- την ηλικία του και τις καθημερινές του απαιτήσεις
- το επάγγελμα του και τις αθλητικές του δραστηριότητες
- τις τυχόν συνυπάρχουσες κακώσεις
- τον βαθμό της αστάθειας που του προκαλεί
Έτσι, ένα δραστήριο άτομο ή ένας νέος αθλητής που θέλει να συνεχίσει να αθλείται, είναι πιθανότερο να χρειαστεί χειρουργική αντιμετώπιση.
Αντιθέτως κάποιος ασθενής λιγότερο δραστήριος, με ήπια χειρωνακτική εργασία και καθιστική ζωή συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας ΧΩΡΙΣ κλινικά συμπτώματα αστάθειας , που επιθυμεί να επιστρέψει σύντομα στις καθημερινές του δραστηριότητες τότε ακολουθεί συντηρητική αντιμετώπιση.
Η συντηρητική αντιμετώπιση κατά την οξεία φάση στοχεύει να μειωθεί ο πόνος και το οίδημα . Στη συνέχεια ο ασθενής αρχίζει εντατική φυσιοθεραπεία και κινησιοθεραπεία για βελτίωση του ευρους κινησεων και τελικά την αποκατάσταση του πλήρους κινητικοτητος του γόνατος προκειμένου. Στη συνέχεια η φυσιοθεραπεία πρέπει να περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αποκατάστασης με ασκήσεις ενδυνάμωσης μυών (κυρίως τετρακέφαλου, οπισθίων μηριαίων και γλουτιαίων) και ιδιοδεκτικότητας (ισορροπίας).
Αν ο ασθενής μετά από ένα πλήρες πρόγραμμα αποκατάστασης συνεχίζει να έχει αίσθημα αστάθειας ή παρουσιάσει νέο τραυματισμό, τότε θα πρέπει να αντιμετωπισθεί χειρουργικά. Αν δεν αντιμετωπιστεί η χρόνια ανεπάρκεια λόγω ρήξης του προσθίου χιαστού συνδέσμου, μπορεί να προκληθούν βλάβες στους μηνίσκους και στους χόνδρους.
Η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει την ανακατασκευή (αντικατάσταση) του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου. Η συνδεσμοπλαστική του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου όπως ονομάζεται, γίνεται συνήθως με τη χρήση μοσχεύματος από τον ίδιο τον ασθενή (αυτόλογου βιολογικού μοσχεύματος) και την τοποθέτηση του στη ανατομική θέση του πρόσθιου χιαστού.
Τα μοσχεύματα που χρησιμοποιούνται για την ανακατασκευή είναι κυρίως οι τένοντες των οπισθίων μηριαίων μυών, (hamstrings) ή τμήμα του επιγονατιδικού τένοντα (patellar tendon). Σε κάποιες περιπτώσεις και όταν υπάρχουν πολλαπλές συνδεσμικές κακώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόσχευμα από το αντίθετο γόνατο. Η λήψη απόφασης για το είδος του μοσχεύματος εξατομικεύεται με τη σύμφωνη γνώμη και ανάγκες του ασθενή ( ηλικία, φύλο, δραστηριότητες κλπ.)
Η διάρκεια της επέμβασης ποικίλει, καθώς εξαρτάται από διάφορους παράγοντες (τη χειρουργική μέθοδο, θεραπεία συνοδών βλαβών κτλ.).
Συνήθως διαρκεί περίπου 80 λεπτά έως 2 ώρες. Πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί ο χρόνος προετοιμασίας, αναισθησίας, ανάνηψης, κτλ που μπορεί να είναι επιπλέων 25-30 λεπτά
Άμεσα μετεγχειρητικά ο ασθενής μπορεί να σηκωθεί λίγες ώρες μετά την επέμβαση με τη βοήθεια φυσιοθεραπευτών, έχοντας λειτουργικό κηδεμόνα και να εξέλθει από το νοσοκομείο την επόμενη μέρα
Η επέμβαση γίνεται πάντοτε αρθροσκοπικά, χωρίς να ανοιχτεί η άρθρωση του γόνατος, δια μέσου τριών μικρών οπών στο δέρμα. Η αρθροσκόπηση πραγματοποιείται συνηθως με γενική αναισθησια. Αρχικα γινεται διαγνωστικη αρθροσκόπηση σε ολο το γονατο ώστε να εκτιμηθει αρχικά η ζημια στο προσθιο χιαστο συνδεσμο αλλα και να διαγνωστουν πιθανες συνοδες βλαβες π.χ ρήξη μηνισκου ή βλαβη στο αρθρικό χονδρο που μπορεί να χρειαστούν θεραπεία ταυτοχρόνως.
Στη συνέχεια προετοιμάζεται η περιοχή από όπου πρέπει να περάσει το μόσχευμα ως ο νέος σύνδεσμος. Διανοίγονται αρχικά οστικές σήραγγες (τούνελ) στο μηριαίο οστό και ένα τούνελ στο άνω έσω τμήμα της κνήμης ακριβώς στην ίδια θέση όπου βρισκόταν ο ΠΧΣ και με την ίδια όσο το δυνατόν διεύθυνση. Τα τούνελ αυτά διευκολύνουν το πέρασμα του νέου συνδεσμου(μοσχεύματος) στο οστό και την καθήλωση του. Ο χειρουργός ακολουθως περνάει το νέο σύνδεσμο(μόσχευμα) από τα τούνελ της κνήμης και μηριαίου οστού και το καθηλώνει στο μηρό και στη κνήμη αναλόγως της τεχνικής , χρησιμοποιώντας βίδες ή μεταλλικο κουμπί. Οι βίδες αυτές είναι συνηθως βιοαπορροφήσιμες δηλαδη από υλικό το οποίο απορροφάται σταδιακά από τον οργανισμό. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τη συγκράτηση του μοσχεύματος δεν αφαιρούνται. Πριν το τέλος της επέμβασης, ο χειρουργός ελέγχει το μόσχευμα και βεβαιώνεται για τη σωστή τάση του. Ακολουθεί σύγκλειση κατά στρώματα και περίδεση.
Οπτικοακουστικό Υλικό